- ἐκπέρσαι
- ἐκπέρθωdestroy utterlyaor inf actἐκπέρσαῑ , ἐκπέρθωdestroy utterlyaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
πτολίεθρον — και πολίεθρον, τὸ, Α η πόλη («Ἴλιον κάτοικος ἐκπέρσαι, ἐϋ ναιόμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις / πόλις + επίθημα εθρον (βλ. λ. θρον), εφόσον δεν πρόκειται περί προελληνικού τύπου που προσαρμόστηκε μορφολογικά στην ελλ. γλώσσα… … Dictionary of Greek